- ὀξυπόριον
- ὀξυπόριοςa carminative medicinemasc/fem acc sgὀξυπόριοςa carminative medicineneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυπόριος — ὀξυπόριος και ὀξύπορος, ον (Α) [οξυπόρος] 1. (για φάρμακο) αυτός που επιταχύνει τη χώνευση, πεπτικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξυπόριον και ὀξύπορον φάρμακο που επιταχύνει την πέψη … Dictionary of Greek